τσικνώνω

τσικνώνω
τσίκνωσα, τσικνώθηκα, τσικνωμένος
1. τσικνίζω (βλ. λ.).
2. περιχύνω φαγητό (πιλάφι, μακαρόνια κτλ.) με καυτή σάλτσα, ζεματώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσικνώνω — και τζικνώνω Ν 1. τσικνίζω 2. περιχύνω φαγητό με καυτή σάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίκνα / τζίκνα (για άλλες απόψεις βλ. λ. τσίκνα)] …   Dictionary of Greek

  • τζικνώνω — ΝΜ βλ. τσικνώνω …   Dictionary of Greek

  • τσίκνα — και τζίκνα, η, Ν 1. οσμή που προέρχεται από καμένο φαγητό και, ιδίως, κρέας 2. οσμή ψημένου κρέατος 3. οσμή καμένων τριχών και ιδίως καψαλισμένου κεφαλιού σφαγίου 4. οσμή ούρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κνῖσα, μέσω ενός τ. *κνίτσα με αντιμετάθεση… …   Dictionary of Greek

  • τσίκνωμα — το, Ν [τσικνώνω] τσίκνισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”